Επηρε για καλα τ απογεμα πια...Ολα ητανε φτιαγμενα και ταχτοποιημενα...
Ο Μαννασος, κι ο γιος του, τα ειχανε φτιασει μια χαρα...
Θαρρουσε κανεις, πως δεν ητονε σεισμος αυτο που εγινε...Αλλα οτι διακοπευανε ολοι με τη
σκηνη σε καποια παραλια...Μονο ο βροντος, που εβγαζε η γης καθε λιγο, τους θυμιζε τα ασχημα...
Τοτε...Το σπιτι κουνιοτανε, σαν καραβι στην τρικυμια...Και μαζι τα δεντρα και τα σκηνικα, που στησανε οι σεισμοπληκτοι...Και παγωναν παλι οι καρδιες...Κι ανοιγανε τα ματια με τρομο...
Και σφιγγανε οι μανναδες τα παιδια...Και οι αντραδες τις γυναικες τους...
Ειχε τελικα δικιο ο μπαρμπα Θαδαιος...Ειπε ο Μανασσος στην γυναικα του...Κι εκεινη συμφωνησε, κουνωντας ο κεφαλι της...
Ο μπαρμπα Θαδαιος, ειχε μανια, να γινει το σπιτι γερο...Με πολλα μπετα και σιδερα...
Και τα πεδιλα στα θεμελια...Τα εχωσε αρκετα βαθια στο βραχο...Λες και ηξερε...
Θεος σχορεστον...Ειπανε ολοι μαζι και σταυροκοπηθηκαν μεσα στη σκηνη..
Δεν παμε να βοηθησουμε και κανναν αλλον;;; Ειπε στο γιο του κι ανεβηκε στο παπι..
Ανεβηκε κι ο μικρος και τραβηξαν κατα περα...
Εκει που ανεβαινε ο καπνος κι η σκονη...
Απο τα σπιτια που ειχανε πεσει...
Στο κεντρο...Οπου εγινε και η περισσοτερη ζημια...Ητανε κοσμος πολυς...
Ασθενοφορα... Και στρατος, κι αστυνομια, κι ο Δημος...
Ολοι δουλευανε με πιεση...Να μη τους πιασει το σκοταδι...Στηνανε τις σκηνες, οπου ητανε
αχτιστα...Οπου ειχε χωρο...Και βαζανε μεσα τους αστεγους και τους φοβισμενους γερους...
Δε μας θελουνε εδω...Ειπε ο Μαννασος..Παμε για κανεναν απομονωμενο..
Πεντε στενα πιο κατω...
Τον ειδανε το γερο...
Με το παλτο, πανω απο τις πυτζαμες...Και τη μια παντοφλα...
Με ορθανοιχτα τα ματια, και γρηγορες, σπασμωδικες κινησεις...
Εψαχνε στα χαλασματα, κατω απο μια μισοπεσμενη τσιμεντενια σκαλα...
Το καλυβι του ητανε με κεραμιδωτη...Χωρις κολωνες...
Και ειχε πεσει τελειως...Ολα μπαζα ειχαν γινει...Εμενε μονο η σκαλα...Κι αυτη για λιγο..
Οταν αρχισε ο μετασεισμος, τρεξανε και οι δυο κατα πανω του...
Τον μπρουμουτησανε στα μπαζα...Πεσανε πανω του...
και ο μικρος Θαδαιος, του φορεσε το κρανος της μηχανης..
Μεινανε, ετσι ακουνητοι για λιγα δευτερολεφτα...
Το κουνημα σταματησε, και η γη δεν μουγρηζε πια...Σηκωθηκαν...
Ο Γερος εδειχνε, αμιλητος κατα τη γης, με το σκελετωμενο του χερι...
Σκαβανε και οι τρεις με τα χερια...Πετουσανε πετρες, κεραμιδια, ξυλα...
Και να...Φανηκε, ενα παλιο κομμοδινο...Ο γερος ανοιξε το συρταρι με κοπο...
Κι εβγαλε με προσοχη απο μεσα, ενα κουτι..
Ητανε κει..
ουτε πολυ μεγαλο, ουτε πολυ μικρο..
Οσο ενα μετριο βιβλιο οι διαστασεις του..Το υψος, οσο ενα νεροποτηρο..
Γυρω απο καθε του πλευρα, ειχε περικοκλαδες, και κισσους..
Διακοσμημενο, σαν τεμπλο εκκλησιας..Σε καθε του πλευρα,ιστορουσε μια εποχη..
Μπροστα, η ανοιξη..σαν ομορφη παιδουλα, που σκορπιζε ολουθε λουλουδια..
Αριστερα,το καλοκαιρι, σα νιος που θεριζε σταχυα χρυσα..
πισω το φθηνοπωρο,μεσοκοπη γυναικα, που τρυγουσε πλουσια αμπελια..
Και δεξια, ο χειμωνας, ασπρογενης γεροντας, που χουχουλιζε κοντα στη φωτια..
Πανω στο καπακι..Ο Θεος χρονος.. Σκυθρωπος βασιλεας, οπως στον τρουλλο ...
Παλι ο ρογχος της γης τους τρομαξε...Παλι κουνουσε τα σπιτια..παλι φωναζανε τα κεραμιδια..
Ο γερος εβαλε το κουτι, πανω στην καρδια του...
Ο Μαννασος και ο Θαδαιος, ο μικρος, τον πηραν αγκαλια και τον βγαλανε στην ανοιχταδα...
Πισω τους, η τελευταια μπετοβεργα εσπασε...
Και η σκαλα..Σωριαστηκε με παταγο πανω στα χαλασματα...
Σταυροκοπηθηκανε, ολοι μαζι...Ητανε σκοταδι πια..Καθισανε πανω στη μισογκρεμισμενη μαντρα, πιο περα...Κατασκονισμενοι...Ο Μαννασος αναψε το φακο του, και φωτισε το γερο που ανοιγε το πολυτιμο κουτι του..
Δυο, τρεις φωτογραφιες...παλιες, ασπρομαυρες, κιτρινισμενες...
Ενα ζευγαρι, να κοιτιωνται στα ματια με αγαπη..Κι αυτος με τη στολη του ναυτικου..
Ενα παλιο ναυτικο φυλλαδιο...
Ενα ξεραμενο φυλλο, απο την ανθοδεσμη του γαμου...
Και τα στεφανα...
Ο γερος εκλεισε με προσοχη το κουτι του θησαυρου του...Και τους κοιταξε με τα ματια δακρυσμενα...
Ο μικρος Θαδαιος, πυγκωθηκε, και για να μη φανει, βαλθηκε να ξεσκονιζει το γερο, να του βγαλει το κρανος, να του φτιανει τα μαλλια...
Ο Γερος, τους χτυπαγε, φιλικα στην πλατη, χαμογελουσε...
Εβαλε, το κουτι κατω απ το παλτο,και χαθηκε στο σκοταδι, περπατωντας γρηγορα, με τη μια του παντοφλα...
Περασανε, μετα απο μερες πολλες...Και ειδανε μπουλντοζες να μαζευουνε τα μπαζα...
Ρωτησανε,για το γερο...μα τους εβγαλαν τρελλους..
Ακατοικητο ητανε το καλυβι, ειπανε, απο πολλα χρονια...
Εμενε εκει ενα ζευγαρι, ειπανε, αυτος ητανε ναυτικος, αυτη μοδιστρα...
Αυτη πεθανε απο τον Καρκινο, ειπανε, κι αυτος...Χαθηκε απο τοτε...
Σταυροκοπηθηκανε, χωρις να μιλανε...Και δεν το ειπανε πουθενα...
Το ξερανε μονο...
Ο Μαννασος και ο γιος του...
Ο μικρος Θαδαιος...